- μεσοτοιχία
- η [μεσότοιχος]1. κοινός τοίχος που χωρίζει δύο οικοδομήματα ή δύο οικόπεδα2. (νομ.) το δικαίωμα να έχει κάποιος κοινό τοίχο με έναν γειτονικό ιδιοκτήτη3. αποζημίωση που καταβάλλεται σε ιδιοκτήτη για τη χρήση τής μεσοτοιχίας από κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.